|
παθ. αόρ. от ανατείνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανετάθην? — — ατίμητος — σαμαράκι — υπερθεματισμός — αλπικός — προπομπή — χαλκούργία — λαγάρισμα — μεταλλικότητα — αισθησιοκρατία — εξουθένημο — χονδροποίηση — λαμπύρισμα — ζωοκλέπτης — αναχορηγήτρια — σοβαρότητα — βαθμονομώ — καταμετρητικός — απρόσεκτος — λασπουριά — πραξικοπημοτικός — αποπίσω |
|||