|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συντροφία? — — διοργονωτικός — λυπησιάρης — αυτοκράτορας — λαναριστήριον — διαβολεμένος — αρτύζω — φορόσημο — ανοπόδοτος — εμπειριοκριτικισμός — παραμυθολογώ — παραβολοειδής — σύναπαντώ — συμφόρηση — νεογνολογία — διαμοχλεύω — στοιχειομετρία — ξαναέρχομαι — λούμπεν — ταχυκαρδία — τεμπέλαρος — αλχημιστικός |
|||