συντετριμμένος

формы словаβ
συντετριμμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συντετριμμένος? —


ερμηνευτέοςδιανάττωαριστούργημαδιάμεσονλαρυγγοσκόπησητσουλίδίπλινθοςεξιλέωσηζωστικόπαραλυτικόςατσούγκριστοςγεωλογικόςμαλαστούπατρικλοποδιάιχθυάλευροτραυώσφουγγαρόπαννομυτιλοτροφίασυρτάρικαπνοκοπτικόςυδροσκοπία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit