|
το бот. шаровница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шаровница? — στουρέκι как с (ново)греческого переводится слово στουρέκι? — шаровница — καταδυτικός — αδροκάμωτος — μπλοκάρισμα — κεφάλαιο — ενοχλητικότητα — αταξικός — φραγκοράφτης — πορθμός — αλληλοφαγία — αγαπός — κουβέλλι — ασυμπέραστος — βάρυθυμω — στενωπός — ζωώδης — δούλεμα — χωροδεσπότης — καλαισθησία — πατάτα — αντιπέμπω — ανάμερος |
|||