Новогреческий словарь
σαρακοστή
σαρακοστή
η церк.
пост
;
η μεγάλη ~ — великий пост
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пост
? —
σαρακοστή
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαρακοστή
? — пост
#
(ново)греческий словарь
—
γαϊδουριάζω
—
ανάφλογος
—
περιστασιακώς
—
μονοπλάνο
—
κολασμός
—
τζιτζίκι
—
εκθειοστικός
—
συννεφοσκέπαστος
—
πρωτοκόλληση
—
ακρόρριζος
—
αισθαντικός
—
τζαμαρία
—
δανεικά
—
αποχιονισμός
—
χτυποκάρδι
—
σημαντήρας
—
ανεξιστόρητος
—
αρχαιοπωλείο
—
γεφυροποιία
—
φουρνόξυλο
—
στέρφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве