|
το плевок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плевок? — πτύσμα как с (ново)греческого переводится слово πτύσμα? — плевок — δολοφονώ — χειροπέδη — σάμβυξ — κομπόδεμα — ξέσπασμα — εύκρατος — σίαλος — δίλημμα — αστακόχρωμος — ξαφριστήρι — ηλιόβολος — απόταξη — ρητορικότητα — ανθιβολή — λαμπροφορώ — σπληνομεγαλία — περιγελάστρα — κυνηγοτόπι — εντατική — οπάλι — κάπνισμα |
|||