|
ο нивелировщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нивелировщик? — χωροσταθμητής как с (ново)греческого переводится слово χωροσταθμητής? — нивелировщик — απήδηχτος — οβελιστήριο — εξακοσιετηρίδα — προμελετάω — αποχαλινώνομαι — τουλουμήσιος — κοκκινίζω — σιφόνι — αλιμενία — συγκεντρώνομαι — συλλέκτρια — γλωσσοπέδη — τουρκοφάσουλο — δίστιχο — δοκίμασμα — κουφός — βερβέρα — λογοκρίνω — μικροκαμωμένος — παρθεναγωγείο — όπιο |
|||