Новогреческий словарь
ενεργειακός
ενεργειακός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενεργειακός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σπαθισμός
—
εξαλβανισμός
—
λεωφορειακός
—
ευτύχημα
—
αεροπορικός
—
φουκαρατζίκος
—
επιτατικός
—
τραυματιοφορίνα
—
καλοπληρωτής
—
όρνιθα
—
πιγγουίνος
—
στριγκλιά
—
κρέμαμαι
—
βρομόπαιδο
—
φιλελευθερία
—
πάνοπλος
—
λιθαγωγός
—
πολεοδομικός
—
κατάσχω
—
αθειάφιστος
—
σταχυολόγημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве