|
прям., перен. облизываться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово облизываться? — ξερογλείφομαι как с (ново)греческого переводится слово ξερογλείφομαι? — облизываться — κατακόρυφο — μεθυλαλκοόλη — καταχρεώνω — αναπλέκω — πρωτάθλημα — αμπελιάτικα — αχυρύς — παράταση — αναμόχλευμα — γεύω — διαχάραξη — ανομοίωση — κλαίγομαι — καμιναράς — αλμυρόπικρος — ψωνιστής — αλκή — ασκότνστος — καταγοητεύω — ωρισμένος — λοξίας |
|||