|
το «кавади» (зимняя длинная верхняя домотканая одеоюда) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кавади? — καβάδι как с (ново)греческого переводится слово καβάδι? — кавади — λεγεώνα — στηθοσκοπώ — Αρναούτης — συνδυάζομαι — απαρτίζομαι — ανδράχλη — καραβόσκαρο — δωροδόκος — ενδοθερμικός — ρωγαλιά — πλουσιοπάροχος — αιθεροβάτις — χρονικογράφος — τεμπελχανείο — εγκεφαλονωτιαίος — επίξηρος — αφερτός — παπυρολογία — δημοκοπικός — συντονιστικός — γιακέτα |
|||