|
относящийся к должнику #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к должнику? — οφειλετικός как с (ново)греческого переводится слово οφειλετικός? — относящийся к должнику — Δανία — ξενοδοχιακός — λιγάκι — χαλυβοβιομηχανία — ιογενής — ανασυγκρότηση — εκλιπάρηση — αρθρογραφώ — αφαρπάζομαι — λευκόχρυσος — επισκοτισμός — οιδηματικός — διαλεχτρα — κεραμιδώ — απογόνι — ληστοσυμμορία — αυτοκόλλητος — μηνόρροια — Μαύρου — παραθέριση — προαναφλέγω |
|||