|
η восьмидесятилетняя старуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово восьмидесятилетняя старуха? — ογδοντάρα как с (ново)греческого переводится слово ογδοντάρα? — восьмидесятилетняя старуха — λαοκρισία — ευάριθμος — υπερεπείγον — λειψανάβατος — αναπάλλομαι — ρυμούλκηση — καρδιοπάθεια — συντελούμαι — υποβλητικός — φωτέϊγ — δημοκράτης — μειονεκτικός — μαστοειδεκτομή — πουρμπουάρ — εκκαφεϊνισμός — χαλκοκορώνη — σκολιότητα — κινηματογραφία — απαλόχνουδος — κυβερνήτης — ζυμοτεχνία |
|||