|
η двухлеток, двухлетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухлеток? — διχρονίτισσα как на (ново)греческом будет слово двухлетка? — διχρονίτισσα как с (ново)греческого переводится слово διχρονίτισσα? — двухлеток, двухлетка — ανθοκάνιστρο — δισπέντσα — αλαργεύω — βαμβακοκλώστης — άσεβος — επιδόρπιος — πρέσβυς — αηδονολάλητος — αλειχήνα — σχοινοτενής — ξετσίπωτος — μηρός — αποκήρυκτος — φυσιοκράτης — λειχηνόμορφος — σκίαστρον — απροκατάληπτος — τύφλωση — πεσιμιστικώς — διακληρώνω — θαμνόβιος |
|||