διχρονίτισσα

формы словаβ
διχρονίτισσα
η двухлеток, двухлетка



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово двухлеток? — διχρονίτισσα
как на (ново)греческом будет слово двухлетка? — διχρονίτισσα
как с (ново)греческого переводится слово διχρονίτισσα? — двухлеток, двухлетка


ανθοκάνιστροδισπέντσααλαργεύωβαμβακοκλώστηςάσεβοςεπιδόρπιοςπρέσβυςαηδονολάλητοςαλειχήνασχοινοτενήςξετσίπωτοςμηρόςαποκήρυκτοςφυσιοκράτηςλειχηνόμορφοςσκίαστροναπροκατάληπτοςτύφλωσηπεσιμιστικώςδιακληρώνωθαμνόβιος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit