|
η 1) оковывание; 2) арматура #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оковывание? — σιδερόδεση как на (ново)греческом будет слово арматура? — σιδερόδεση как с (ново)греческого переводится слово σιδερόδεση? — оковывание, арматура — απότις — δρομοκοπάω — ενανθρακώ — φίλαυτος — βούλιθο — νιά — μανταλωτός — ποστάλι — φραγκοραφτάδικο — παντέρημος — σαμαράς — ζαλώνω — γατιές — ατράνευτος — επινοητής — σωματεμπόριο — γλυκαντζούρα — βουτυράδικο — χρυσωρυχείο — κοριός — γουρουνομαντρί |
|||