Новогреческий словарь
κρόταλο
κρόταλο
το 1)
кастаньета
;
2)
трещотка
(предмет)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кастаньета
? —
κρόταλο
как на
(ново)греческом
будет слово
трещотка
? —
κρόταλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρόταλο
? — кастаньета, трещотка
#
(ново)греческий словарь
—
ζευγάρι
—
ίαση
—
λιθάρι
—
ρυμοτομία
—
μπεκιαριλίκι
—
Μογγολία
—
διαβόητος
—
τρωγοπίνω
—
αρεσκιά
—
φορτίσσιμο
—
στιχομυθία
—
εναντιογνωμονώ
—
κληρονομία
—
αμφισβητούμενος
—
πλαγιαστός
—
συνοδοιπορώ
—
γραφτός
—
λαδωτήρι
—
άρπαξ
—
επισπώμαι
—
αποκρεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω