|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αιτιατό? — — εργοδηγός — ακροπατώ — αντίθετος — δικάζω — αλτρουίστρια — εξαίρετος — σακάς — περιπολικός — φαρίνα — αποχρωστικός — ισόγειο — θαλασσοκρατω — λαγοτόμαρο — συλώ — βούρτσα — αχτιδοβολητό — απλεύριστος — ελλιμένιση — ειδικεύω — ασαβούρωτος — γάδος |
|||