|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φαλιρισμένος? — — διάφορος — χεράκι — αντίκειμαι — επινοηματικός — αλταϊκός — εξυπηρετικός — μεταποίηση — ανδράποδο — παραβλέπω — τεκμηριωτικός — μαλαματοκάπνισμα — γραμματοσημοσυλλέκτρια — κλωστικός — ημιόριο — υποβαλλόμενος — κονταροχτυπώ — γλινιάρης — εξυπνητήρι — εξαποδώς — κρυσταλλοφόρος — λιμνίο |
|||