Новогреческий словарь
κάνουλα
κάνουλα
η
кран
(водопроводный и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кран
? —
κάνουλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κάνουλα
? — кран
#
(ново)греческий словарь
—
ξεσπώ
—
μεταστροτοπεδεύω
—
φραχτό
—
χρονομετρικός
—
μηχανάκι
—
προδιάθεση
—
ξαναπαθαίνω
—
αμοιβαιότητα
—
αυτοκολακεύομαι
—
σαββατογεννημένος
—
εξάμβλυνση
—
δεκατετράκις
—
παιδεραστία
—
ενδεικτικό
—
αναδυόμενος
—
μούγγρισμα
—
αξέχαστος
—
μαχμουρλίδικος
—
ανεμοτράνταχτος
—
δογκιχωτισμός
—
νανοϋλικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве