|
ο миф. Эол, бог ветров; άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου — обрушились все ветры #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово Эол? — Αίολος как на (ново)греческом будет слово бог ветров? — Αίολος как с (ново)греческого переводится слово Αίολος? — Эол, бог ветров — γενικότητα — συγκιρνω — κερατίζω — διαπραγματευτικός — κηλιδωτός — παράταση — ανώμοτος — βοεβόδας — εκθάπτω — προΐστιο — κοφτό — βοτανοθεραπεία — σκηνίτης — μαγουλάδες — γλαυκώδης — ουρανοβάμων — παρακράτηση — άχειρ — μοναδιαίος — μπαξίσι — ασκάθαρος |
|||