|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ? — — σίδερο — πληγωμένος — σφερδούλακας — αναντίρρητα — κόλπο — ταπείνωμα — ψί — ιπποδύναμη — ταυτολογώ — εσχατόγηρως — κατσάρωμα — καραβοτσακισμένος — διάτρημα — σχολάζω — καρφίτσωμα — ενυπόστατος — τρείς — πρωθιεράρχης — ξαπλωτός — μπανιάρισμα — νανόμετρο |
|||