|
родниться по браку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родниться по браку? — συμπεθερεύω как с (ново)греческого переводится слово συμπεθερεύω? — родниться по браку — αστροναυτική — αστάθεια — μεταξοειδής — σκοταδιστής — ξεφτίζω — βούϊσμα — αφλόμωτος — πολυκαιρινός — χειμαδιό — νομαδισμός — υπονομευτικός — Ιανουάριος — ντοτόρος — λούφες — εκμηδένιση — μεροδούλι — αντεννοκάταρτο — αυραντοειδή — πιονιέρος — επιτελικός — ανυπεύθυνος |
|||