|
супружеский; ~ές υποχρεώσεις — супружеские обязанности; ~ δεσμός — семейные узы; ~ή ζωή — семейная жизнь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово супружеский? — συζυγικός как с (ново)греческого переводится слово συζυγικός? — супружеский — αναπόφευκτος — αζευγάριαστος — χαμός — μποδίζω — λογχόφυλλος — αδιαρρύθμιστος — τερπνότητα — αιδεσιμώτατος — απότιση — γεροξούρας — ξεραμένος — στενογραφικά — κουκκί — τανυώ — πανστρατιά — θηκάρι — δουλευταρού — ταμπάνι — ατροφώ — καλλικάντζαρος — αυτοτελής |
|||