|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανιδιοτελές? — — ένσημο — μπρούντζινος — αναδενδράς — προκαλύπτω — αποκαταστημένος — εισορμίζω — αντισταθμισμένος — βίνια — παραγέρασμα — κατάδυση — πλευριτώνομαι — λιποψυχία — φραξιονιστικός — επαιτιώμαι — γλυκόκαρδος — χαρτογράφηση — γροικιέμαι — αλεξίβροχο — μέντιουμ — ξυλόσφυρα — ανάσταση |
|||