βενζόλη

формы словаβ
βενζόλη
το бензол



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово бензол? — βενζόλη
как с (ново)греческого переводится слово βενζόλη? — бензол


τσαπούσύγχυσηαπόχρεμμαμικροχειρουργόςγνωστοποίησηόμφαξαποκαρδιωτικόςαφορολόγητοςκαφετύςσταθμαρχείοσκύτινοςτουρκόγυφτοςσπειραματοειδήςμελίτωσηγκέτταακαλαίσθητοςεπισωρεύωαλχημίστριαομογάλακτοςαγγλικήαναγουλιάρικος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit