|
η 1) бортовка; 2) подошва (ботинка) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бортовка? — φορτέτσα как на (ново)греческом будет слово подошва? — φορτέτσα как с (ново)греческого переводится слово φορτέτσα? — бортовка, подошва — αργυρίτις — άγημα — προκαρυωτικό — ηπαταλγία — αυτοκαταδικάζομαι — ψευδοπαράλυση — ανισοϋψής — όποιος — μαγουλήθρα — ερευνητικός — ανασκουμπώνω — γαγγραίνιασμα — κυκλώνω — αλπινικός — μεσιακός — προκληροδοτώ — αρμενοβέλονο — δαμασκηνή — θαλασσοδέρνομαι — διαφώτιστος — κλιματισμός |
|||