Новогреческий словарь
φορτέτσα
φορτέτσα
η 1)
бортовка
;
2)
подошва
(ботинка)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бортовка
? —
φορτέτσα
как на
(ново)греческом
будет слово
подошва
? —
φορτέτσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
φορτέτσα
? — бортовка, подошва
#
(ново)греческий словарь
—
γλυκανάλατος
—
χοδαϊστής
—
ποινικολόγος
—
καζουϊστική
—
περιγελάστρα
—
αντιπολεμώ
—
σατυρίαση
—
ημιπληγικός
—
αστάρωτος
—
τετράμηνο
—
υπόλοιπος
—
ανιδιοτελής
—
έλαφος
—
σουρντιστικός
—
πρότυπος
—
συνοσφαλίστρια
—
κρανιοεγκεφαλικός
—
ανοχύρωτος
—
ωτολογία
—
οικουρός
—
φιλελευθερία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве