|
гранатовый (о цвете); ύφασμα ~ — ткань гранатового цвета #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гранатовый? — γκρενά как с (ново)греческого переводится слово γκρενά? — гранатовый — ποδίζω — διακατοχή — ανάκλαστος — ξεκατινιάζω — χαλκοπλαστική — ζωγράφημα — μικροβένθος — μπούμα — ακλησίαστος — επικονιασμένος — νόθευμα — παίκτης — φιλάλληλος — περίπλους — περιπλέκω — κανναβέλαιον — προσμαρτυρία — επικρούω — φιμός — κουβερνάντα — φιλύρα |
|||