|
носящий шлем, каску #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово носящий шлем? — κρανοφόρος как на (ново)греческом будет слово каску? — κρανοφόρος как с (ново)греческого переводится слово κρανοφόρος? — носящий шлем, каску — αταλάντευτος — υδροσκοπική — φημολογώ — επιπλωτήρας — απλώνομαι — πρωθοπουργεύω — Κυπραίος — ξεράβω — μικρανεψιός — αόριστος — δωδεκαπλάσιος — ανασηκωτός — επικεφαλίδα — ψευτονταής — σαυράκι — καψίδι — αποδιοργάνωση — συζητητικός — υδροϊώδιο — νοτιοανατολικά — απογυρίζω |
|||