|
το лицей; Πρακτικόν ~ — реальное училище #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лицей? — λύκειο как с (ново)греческого переводится слово λύκειο? — лицей — φέσα — ρωμαϊστής — σχολιαστής — αποψιλωτικός — ολόημερος — έργο — κανναβίσιος — απηχώ — μιλιούμαι — κατσικούλα — χρόνια — ιδιοσυγκρασιακός — πίστρα — προγνώστης — μυξομάνδηλον — άμεικτος — μικροκλιματολογία — φαρμακερός — εξάωρος — ανεπιτήδευτος — πρωτόκλητος |
|||