|
το кирпичный завод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кирпичный завод? — πλινθουργείο как с (ново)греческого переводится слово πλινθουργείο? — кирпичный завод — ρωπικά — εγκληματολογία — στοιχειοθήκη — γιορτιαστικός — αχνιά — οριακός — σλεπιτζής — λιποβαρές — συζυγικός — δασάρχης — εφτανησιακός — τυφλογενής — δροσολογώ — θυμίασις — σιγάρο — ασπριδερός — υποπελάγιος — ξεκληρίζομαι — πουτανίστικα — ερματισμός — καπηλικός |
|||