|
η биол. панспермизм, панспермия (теория) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово панспермизм? — πανσπερμία как на (ново)греческом будет слово панспермия? — πανσπερμία как с (ново)греческого переводится слово πανσπερμία? — панспермизм, панспермия — ναστός — συνοστεούμαι — αναστημόμετρο — κριάς — κιούγκι — εκλεκτός — σκοπεύω — λίπανση — αταβιστικός — γαϊτανοφρύδης — κασόνιασμα — ασυμφιλίωτος — λαρυγγόφωνα — μικροκλοπή — αγιογράφος — κορμός — βαθουλωτός — αθάμαχτος — στεγνωτικός — εμβαστικός — λανθασμένος |
|||