Новогреческий словарь
μεταφραστικός
μεταφραστικός
1.
относящийся к переводу, переводческий
;
~ό γραφείο — бюро переводов
;
2. :
τά ~ά — плата за переводы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к переводу
? —
μεταφραστικός
как на
(ново)греческом
будет слово
переводческий
? —
μεταφραστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεταφραστικός
? — относящийся к переводу, переводческий
#
(ново)греческий словарь
—
μελισσάκι
—
φαρμακολογία
—
αλλεπάλληλος
—
καμπούρης
—
αμπόλιαστος
—
οροφιαίος
—
στρατηγικός
—
τεκμηριωτικός
—
αμαλγαματικός
—
γαστρωμένη
—
κεδρίς
—
σοσιαλδημοκρατία
—
ούλο
—
βαμπακέλλα
—
σωματέμπορος
—
παρουσιάζω
—
κουμπουριάζω
—
καμαρωμένος
—
πυελομετρία
—
σημερινός
—
πειραχτήριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,