|
1. относящийся к переводу, переводческий; ~ό γραφείο — бюро переводов; 2. : τά ~ά — плата за переводы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к переводу? — μεταφραστικός как на (ново)греческом будет слово переводческий? — μεταφραστικός как с (ново)греческого переводится слово μεταφραστικός? — относящийся к переводу, переводческий — αντιδιαδήλωση — ξεκαθάρισμα — φωτοτηλεγράφημα — ένουρος — μελομανής — πλατειασμός — διεθνιστική — διημερεύων — αέριο — ετεροβαρής — επουράνιος — επανατάσσω — αναπληρωτός — λεοντιδεύς — απονεκρωτικός — μπαχτσεβάνος — δενδροβάτις — γειτνιάζω — ασκοτείνιαστος — μεταλλάκτης — χοληστερόλη |
|||