|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βιβλιοπωλικός? — — καρφοβελόνα — συνδειπνώ — ξεκουβάριασμα — τσέφλοιο — πουκάμισο — ανεξοικείωτος — προσκεφάλαιον — διηλώνω — θερμοσίφωνας — ωχροκύανος — μουτράκι — τριγύρισμα — εικονογράφηση — βλητικότης — εξάλμιση — αντιμένω — αμακαδόρικος — γκρί — πυθμένιον — μακαντάσης — μάτιση |
|||