|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ολεσήνωρ? — — άμποτες — γυμναστής — αμφίβιο — φύκι — έντεχνος — ναρκισσεύομαι — καλοφτιαγμένος — κουκλοθέατρο — ακατανίκητο — μανταρίστρα — εσβεσα — απλός — λιποταξία — ανταριασμένος — αλευροσάκκι — ανεξαρτητοποιούμαι — πλάτωμα — επαλλάσσομαι — αγρυπνία — οικοκυρική — δικονομία |
|||