|
αόρ. от εντέλλομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενετάλην? — — ατέλειωτος — πόζα — οικότοπος — ενάλιος — παρίστιο — συμπαθώ — ενταλματικός — ξαναζωντανεύω — ισομερής — αλέστα — φύτρα — καθυποχρεώνω — γεωθερμία — μπιτόνι — ξεχύνω — ανακατώνω — ους — ομιλητική — Βρυξέλλες — κανέλλα — συνοίκηση |
|||