|
ο тяжёлый, мучительный труд; мука; ο άνθρωπος τού (καθημερινού) ~ου — труженик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тяжёлый? — μόχθος как на (ново)греческом будет слово мучительный труд? — μόχθος как на (ново)греческом будет слово мука? — μόχθος как с (ново)греческого переводится слово μόχθος? — тяжёлый, мучительный труд, мука — σφιχτοχεριά — Λεττονίδα — απομόναχος — ωμά — μυστικιστικός — βιβλιοθήρας — πυρασφαλιστικός — πορώδες — ζυγούρι — κοντόπαχος — ευστάθεια — αγριομούτσουνος — ανάμιχτα — άθλαστος — δευτεροβάθμιος — άλεση — αβιομηχανοποίητος — κυμβαλιστής — διαχείμανση — κωλαρίνο — αποπαστρεύω |
|||