|
το дощечка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дощечка? — πινακίδιο как с (ново)греческого переводится слово πινακίδιο? — дощечка — εμψυχωμένος — νομισματοκοπείο — εικοσόφραγκο — πωρώνω — τόπος — διπλοβαρής — ερευνώ — έκφανση — απονωρίς — γιουχάρω — ακαλαίσθητα — απολείπομαι — τριχόπτωση — αειφορία — καταπτύω — κηπουρική — γανώνω — οίδημα — καρκαδιάζω — σός — μαλαγανιά |
|||