|
η 1) экипажные гонки; 2) езда в экипаже #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экипажные гонки? — αμαξοδρομία как на (ново)греческом будет слово езда в экипаже? — αμαξοδρομία как с (ново)греческого переводится слово αμαξοδρομία? — экипажные гонки, езда в экипаже — πληρωτέος — γιορντανάτος — αδίπλωτος — παιγνίδι — αμελής — ζύμωμα — αραβοσιτοκαλλιέργεια — κόρδωμα — τεχνίτρα — εντομή — πρήστος — διαφοροποιούμαι — συνθιασώτης — υπερίσχυση — μουσαφίρης — καζανοκέφαλος — καλαθούνα — αντικαθολικός — πραγματιστής — καράτε — αναμοιομορφία |
|||