|
το оперение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оперение? — φτερούγιασμα как с (ново)греческого переводится слово φτερούγιασμα? — оперение — αυτοβουλία — εκπλειστηρίασμα — αναιτιολόγητος — άμμιον — πτιλωτόν — ξάφνισμα — γολέτα — στεατοκήλη — ακατάρρευστος — φρυδάς — απαγορευμένος — καμίνευση — τρομάζω — αξιογέλαστος — εισπρακτόρισσα — βρεχτούρα — γειτόνισσα — αποσμβουλεύω — κυλινδρωτός — δενδροκομικός — εξαρσιγενής |
|||