Новогреческий словарь
αετός ο
αετός ο
1)
орёл
;
2)
воздушный змей
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
орёл
? —
αετός ο
как на
(ново)греческом
будет слово
воздушный змей
? —
αετός ο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αετός ο
? — орёл, воздушный змей
#
(ново)греческий словарь
—
αβανταδόρικος
—
αναπληρωματικός
—
ξέρραμμα
—
χλωμάδα
—
αιματουρία
—
εξώφθαλμος
—
καλόμοιρος
—
ανεπίληπτος
—
τανύζομαι
—
εμπορομανάβης
—
προβοκάταρας
—
λιγοψυχία
—
ακροάτρια
—
ζαχαροποιείο
—
ηλιόφοβος
—
αποστραγγίδι
—
στρήβω
—
μεταμοντερνιστικός
—
φαλακρότητα
—
ένθεος
—
ανανούριστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве