|
ο переливание (жидкости); ~ αίματος — переливание крови #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переливание? — μετάγγισμός как с (ново)греческого переводится слово μετάγγισμός? — переливание — ραδιοτηλεπικοινωνία — ουρανόσταλτος — αμάλαχτος — ψυχρομετρικός — λογοτέχνισσα — μπαντίδος — αποχωρώ — νηπιαγωγός — σβήστρα — αποσπερού — αντιυγροσκοπικός — θειαφένιος — σπινθήρας — βαλίζα — εχάρην — βογγάω — σκελετίνη — ενδοθωράκιος — ανακουφωτός — τριχοτόμηση — αρματομαχία |
|||