Новогреческий словарь
μπέμπούλα
μπέμπούλα
η
дитя; младенец
(тж. ирон.) (о девочке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дитя
? —
μπέμπούλα
как на
(ново)греческом
будет слово
младенец
? —
μπέμπούλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπέμπούλα
? — дитя, младенец
#
(ново)греческий словарь
—
σκεπαστικός
—
οργανογόνος
—
αντρεία
—
τελετουργικό
—
εξωγκωμένος
—
πρωτοχρονιάτικος
—
υποτονθορίζω
—
περαίωση
—
οστρακώδη
—
μυριάκριβος
—
βαμβακόλαδο
—
λεπροκομείο
—
μορταντέλλα
—
ελατοσίδηρος
—
—
διασφήνωση
—
συγγραφικός
—
ευδαιμονικός
—
λιχνεύομαι
—
τοπωνυμικός
—
δεκάγωνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве