|
το лист орехового дерева #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лист орехового дерева? — καρυδόφυλλο как с (ново)греческого переводится слово καρυδόφυλλο? — лист орехового дерева — ανακατωτός — βώλακας — επτακοσιοστός — απολαυστικός — αστροφωτομετρία — αχρεώστητον — αχρεώστητα — πίκ-νίκ — αποστειρωτής — αλμυρός — υπενοικιάζω — προεξοφλητικός — αγκυροβόλημα — ψευτοπαλληκαράς — γιούσουρ — πλάσιμο — σκοτούρα — απόκοττος — μπερντές — ομογνωμονώ — καλόπαιδο |
|||