Новогреческий словарь
εκλίθην
εκλίθην
παθ. αόρ. от κλίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκλίθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κομπορραχιά
—
αχεραποθήκη
—
θρακικός
—
κεφαλαιούχος
—
καρπέτο
—
εξήρυγον
—
κουτσονούρικο
—
γαλάζιος
—
πανταλόνα
—
τρισεύγενη
—
εκθέτης
—
ξύπνος
—
στημονίζω
—
βρικέττα
—
ζαβλόκωμα
—
κρυστάλλωση
—
ταπητοστρώνω
—
φανταχτός
—
μεσόζευγμα
—
χαραγματιά
—
ατσάλωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве