|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσίρλισμα? — — φιστίκι — προεμβάζω — εκπαρθενευτής — αγγελοθωρώ — σιτίζω — οδοιπόρος — ιεροδικείο — τύμβος — ψαθωτός — απαιδευσία — αυτοδιαφημίζομαι — επικριτικός — έναυσις — παρεθύρι — εύφλεχτος — αδούλευτος — αγροτιά — ανέχυμα — κλοτσώ — ανισομετρωπία — Σάτυρος |
|||