Новогреческий словарь
γεροντοποιός
γεροντοποιός
ο ирон. 1)
муж, мужчина
;
2)
старик
(о молодом человеке с привычками старика)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
муж
? —
γεροντοποιός
как на
(ново)греческом
будет слово
мужчина
? —
γεροντοποιός
как на
(ново)греческом
будет слово
старик
? —
γεροντοποιός
как с
(ново)греческого
переводится слово
γεροντοποιός
? — муж, мужчина, старик
#
(ново)греческий словарь
—
ξυστήρι
—
ακροβολιστικά
—
προγονολατρία
—
διαβάλλομαι
—
ρόκα
—
τροπολογώ
—
υπτιάζω
—
ξοδεμός
—
ζωοτομία
—
μεταλλουργία
—
πυθμένιον
—
συγχώνευση
—
αστοχεύω
—
διάπριστος
—
εγκαλώ
—
πουκαμισιά
—
κοτσύφι
—
ταχυδρομείο
—
ακτίνιον
—
αλπαγάς
—
διανοητής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω