|
το пяльцы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пяльцы? — γεργέφι как с (ново)греческого переводится слово γεργέφι? — пяльцы — εγκωμιαστής — κοπτική — βραδυποδία — ιθύνω — συνονθύλευμα — λέπι — χαλβαδοποιείο — αχταπόδι — βαλτώνω — καταπληκτικός — ανεπιφύλακτως — περιγενόμενοι — συντονισμός — υπερστέγασμα — ξιφομάχαιρα — ατρομοκράτητος — ίσασμα — γεροντόσπορος — αέρινος — σωβινισμός — Μακεδόνισσα |
|||