|
напрасно стараться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово напрасно стараться? — ματαιοσπουδώ как с (ново)греческого переводится слово ματαιοσπουδώ? — напрасно стараться — δένδρωσις — φτερό — λειχούδικος — ξεφαντωτής — άϋλος — αλαφροζυγιάζομαι — διασκέλα — ψαλτικά — άρρατ' αθέματα — μακαριώτατος — καθαρμός — αιγιαλός — ταριχεία — ορυκτολογία — ηχόμετρο — μιλιταριστικός — ξετυλίζω — αναδιάρθρωση — εξώπασχο — κουράδι — έλεγξις |
|||