|
чрезмерный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чрезмерный? — υπέρμετρος как с (ново)греческого переводится слово υπέρμετρος? — чрезмерный — κατιόν — κεφαλαιοκράτισσα — λυκανθρωπία — επερχόμενος — άρεση — φυλλόρόϊσμα — ανεπίκαιρος — λαθραίος — πνικτικός — ισόμετρος — καλοκαιρεύω — ακριτολογώ — υποτονθορίζω — υδραέριον — πιεστικά — απόγωνος — αρθρογραφικά — δωρίζω — εξομοίωση — αγνοούμενος — ολοκληρώνω |
|||