|
το лейка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лейка? — αρδευτήρι как с (ново)греческого переводится слово αρδευτήρι? — лейка — στοιχειοχυτικός — ασφόντυλος — στραβοπάτημα — διαστραμμένος — μυέλινος — χαλιφεία — ρεματιά — φάγγρισμα — αποβδόμαδα — ασυζήτητος — αναγκαστικότητα — μεσάρα — υδατοειδής — δωδεκάμερα — επταμηνίτης — μετεμψυχώνομαι — ήμερος — επιφανειακός — σκιάς — προστατευτισμός — χοντροκάμωτος |
|||