|
костлявый, тощий; сухопарый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово костлявый? — σκελετώδης как на (ново)греческом будет слово тощий? — σκελετώδης как на (ново)греческом будет слово сухопарый? — σκελετώδης как с (ново)греческого переводится слово σκελετώδης? — костлявый, тощий, сухопарый — γράψιμο — αφροσύνη — κανατάς — ριζοσπαστικοποίηση — σκελετός — σιχαμένος — αποδεικτός — ζωοκλέφτης — ηλεκτρομεταλλουργία — τουρκόγερος — στρείδι — φιλόνεικος — στρουθίον — εξασφαλιστικός — σημαδούρα — φιλαδελφία — σκυλομούτσουνος — ερετική — υπαπαντή — συστασιώτης — αυξομειούμαι |
|||